-
1 συσκηνήτρια
συσκηνήτριαfemale messmate: fem nom /voc sg -
2 συσκηνήτρια
συσκην-ήτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσκηνήτρια
См. также в других словарях:
συσκηνήτρια — female messmate fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)